Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΑΓΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Από την ομιλία του νομικού και διδάσκαλου κ. Δέβρα Γεώργιου στη Διημερίδα της Κοινότητα μας για τον Ελληνισμό και την Ορθόδοξη Παράδοση 24/25.11.2018
ΘΕΩΣΗ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ
Πριν αρχίσουμε την περιπλάνησή μας στα έργα και τις ημέρες των αγίων Γερόντων, θεωρώ πως είναι χρήσιμο να απαντήσουμε σε ένα θεμελιακό ερώτημα που αφορά την ύπαρξη κάθε ανθρώπου και περισσότερο του χριστιανού.
Ποιος είναι ο προορισμός, ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου πάνω στη γη;
Από την απάντηση που θα δώσουμε στο ερώτημα αυτό, κρίνονται μια σειρά από ζητήματα της καθημερινής μας ζωής, όπως οι σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, η αγωνία για τις σπουδές μας, την επιλογή επαγγέλματος, τον γάμο, την απόκτηση και την ανατροφή παιδιών, τη φροντίδα των γερόντων γονέων, την υπομονή στις δυσκολίες.
Ήδη, από τους προχριστιανικούς ακόμα χρόνους, στο αγωνιώδες αυτό ερώτημα, υπήρξαν άνθρωποι σοφοί και ενάρετοι που προσπάθησαν να απαντήσουν.
Οι αρχαίοι Έλληνες, φτάνοντας σε αρκετά υψηλά μέτρα φιλοσοφίας περί αγαθού και περί Θεού, ανέδειξαν ως ανθρωπολογικό πρότυπο του πολιτισμού τους τον σοφό ή τον «καλό καγαθό».
Στην Παλαιά Διαθήκη, επίσης, θα συναντήσουμε ανθρώπους δικαίους και εναρέτους.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Αρκεί ο προορισμός του ανθρώπου, ο προορισμός της ζωής μας να είναι μόνο η ηθική μας βελτίωση, το να γίνουμε, δηλαδή, απλά καλύτεροι ως άνθρωποι;
Μα τότε για ποιο λόγο ενανθρωπίζεται ο Θεός Λόγος, ο Χριστός; Τα πολιτισμικά εργαλεία για να καλυτερεύσει ηθικά ο άνθρωπος υπήρχαν, έστω και σπερματικά και στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη.
Τι καινούργιο σκοπό φέρνει στη ζωή του ανθρώπου η ενανθρώπιση του Χριστού;
Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Να κάνει τον άνθρωπο Θεό κατά Χάριν, δηλαδή άγιο.
Αν, επομένως, ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου ήταν απλά να γίνει ηθικά καλύτερος, δεν υπήρχε κανένας λόγος να σαρκωθεί, να σταυρωθεί, να θανατωθεί και τελικά να αναστηθεί ο Χριστός.
Στο πρώτο κεφάλαιο της Παλαιάς Διαθήκης δηλώνεται πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ' εικόνα και καθ΄ομοίωσίν» Του. Ήδη βλέπουμε ότι από την ημέρα της δημιουργίας του ανθρώπου, Ο Θεός θέλει τον άνθρωπο όχι σαν όλα τα πλάσματά Του. Τον προορίζει για κάτι ανώτερο, τον θέλει Θεό κατά Χάριν.
Η δυνατότητα όμως αυτή της θέωσης του ανθρώπου διακόπτεται με την παρακοή των πρωτοπλάστων.
«...Ο πρώτος Αδάμ μας χώρισε από τον Θεό με την ανυπακοή του και τον εγωισμό του. Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, μας επαναφέρει πάλι στον Θεό με την αγάπη Του και την υπακοή Του προς τον Πατέρα, υπακοή μέχρι θανάτου, 'θανάτου δε σταυρού'..».
Έτσι ο άνθρωπος αποκτά και πάλι τη δυνατότητα της κατά Χάριν θεώσεως και ως χώρος πραγμάτωσης του σκοπού αυτού, μετά, κυρίως, την ημέρα της Πεντηκοστής, ορίζεται η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού.
Μοναδικός λόγος της ύπαρξης της Εκκλησίας στην ορθόδοξη εκδοχή της, όσο κι αν, δυστυχώς, αυτό αγνοείται και παραθεωρείται από πολλούς ανθρώπους και εντός Εκκλησίας, είναι η διαρκής βεβαίωση της παρουσίας του Θεού μέσα στην ιστορία και ταυτόχρονα η προοπτική και η δυνατότητα του ανθρώπου να θεωθεί κατά Χάριν, δηλαδή να γίνει άγιος. Επομένως και μοναδικός στόχος και σκοπός της ζωής του Χριστιανού είναι η θέωση ή τουλάχιστον να βαδίσει στην οδό της θεώσεως.
«Τόσο υψηλά τοποθετεί η ορθόδοξος ανθρωπολογία τον άνθρωπο. Αν συγκρίνουμε τις ανθρωπολογίες όλων των φιλοσοφικών, κοινωνικών, ψυχολογικών συστημάτων με την ορθόδοξη ανθρωπολογία, θα διαπιστώσουμε πολύ εύκολα πόσο πτωχές είναι, πόσο δεν ανταποκρίνονται στον μεγάλο πόθο του ανθρώπου για κάτι πολύ μεγάλο κι αληθινό στη ζωή του».
ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ
Αυτός ο σκοπός της θέωσης πότιζε τις ζωές και τις κοινωνίες των Χριστιανών από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, αυτός ο σκοπός ενέπνευσε τα ιδανικά και τις αξίες του γένους μας σ' όλη την ιστορική του διαχρονία.
Όπως προείπαμε, ανθρωπολογικό πρότυπο της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο σοφός και ο «καλός καγαθός». Το πρότυπο αυτό αλλάζει, όταν συναντάται ο Ελληνισμός με τον Χριστιανισμό. Πρότυπο πλέον γίνεται ο άγιος. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πει: «άνθρωπον γαρ εκείνον αν καλέσαιμι, τον την εικόνα του Θεού διασώζοντα... Το ταις εντολαίς του Δεσπότου κατακολουθείν, τούτο άνθρωπος»(Ε.Π. 53,201). Οι άγιοι αποτελούν βεβαίωση του γεγονότος της θεώσεως κι αυτό δηλώνεται είτε με τη ζωή και τα θαύματά τους όσο ζουν είτε και μετά τον θάνατό τους με την αφθαρσία των λειψάνων τους και τα θαύματά τους. Από ένα σημείο και μετά οι τόποι όπου αναδεικνύονται κυρίως οι άγιοι, είναι τα μοναστήρια και γι' αυτό βλέπουμε να καταφεύγουν σ' αυτά άνθρωποι απ' όλες τις κοινωνικές βαθμίδες, απ' όλα τα επαγγέλματα, άνθρωποι απλοί κι αγράμματοι αλλά και σοφοί, άνθρωποι φτωχοί αλλά και άρχοντες. Καταφεύγουν σ' αυτά ακόμα και αυτοκράτορες και αυτοκρατόρισσες.
Στο Βυζάντιο, σ' αυτό το κρατικό μόρφωμα, στο οποίο ο Ελληνισμός συνεχίζει την ιστορική του παρουσία μπολιασμένος από την πίστη του Χριστού, αυθεντίες δεν είναι ούτε οι αυτοκράτορες ούτε οι μορφωμένοι ούτε οι πλούσιοι ούτε καν οι πατριάρχες αλλά οι μεγάλοι Γέροντες, οι πνευματικοί Πατέρες. Εκπλήσσει δε το γεγονός ότι τον σκοπό αυτό της θέωσης υπηρετούν όχι μόνο η Εκκλησία αλλά και η πολιτεία. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος ότι τόσο η εκκλησιαστική όσο και η πολιτική διακονία «εις εν ορώσι τέλος, την των υπηκόων σωτηρίαν».(Σε ένα σκοπό αποβλέπουν, την σωτηρία των υπηκόων).
Αυτή είναι η παράδοσή μας, της οποίας συνεχιστές είμαστε εμείς, όμως δυστυχώς η εποχή μας έχει ισοπεδώσει τα πάντα κι έχει αντικαταστήσει το ιδανικό του αγίου με το ιδανικό του "homo economicus", ώστε να διευκολύνονται οι μηχανισμοί της παραγωγής και της κατανάλωσης και της επίπλαστης ευημερίας.
Θα ήθελα πριν προχωρήσω στην παραπέρα ανάπτυξη του θέματος να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την ομιλία του νομπελίστα ποιητή μας, Γιώργου Σεφέρη, στη βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ τον Οκτώβριο του 1964, στη Στοκχόλμη. Έλεγε λοιπόν:
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή....»
Και σε άλλη ομιλία του θα πει:
«.....το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοούμενου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ' έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων. Στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ' αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να ιδώ. Κι ακόμη, μ' έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάζουν».
Σας διάβασα το κείμενο αυτό για να φανεί το πόσο μεγάλη σημασία έχει για τον άνθρωπο η ιστορική του παράδοση και για να φανεί εναργέστερα στη συνέχεια, η μεγάλη αξία της εκκλησιαστικής μας παράδοσης, η οποία είναι ουσιαστικά σύμφυτη κι όχι κάτι το ξεχωριστό από τη σύνολη παράδοσή μας.
Στην παράδοσή μας, λοιπόν, το βάρος δινόταν πρώτιστα στην πνευματικότητα κι όχι στη σχολική σοφία. Ακμή θεωρείται όχι η παραγωγή σοφών, χωρίς να παραθεωρείται κι αυτό, αλλά η ανάδειξη αγίων.
Έγραφε ο Πατριάρχης, Κύριλλος Λούκαρις στα 1638, τότε που οι Ορθόδοξοι λαοί της Ανατολής στέναζαν κάτω από την Οθωμανική αυτοκρατορία:
«Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα, αλήθεια είναι, αμή ας μετρήσουν δυο πράγματα οι Λατίνοι, πρώτον ότι τον καιρόν τον παλαιόν, όσον η σοφία επολιτεύετον εις την Ελλάδα, τους Λατίνους οι Έλληνες είχαν δια βαρβάρους . και τώρα αν εβαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι εσοφίσθησαν, παράξενον δεν είναι η πτωχεία και η αφαίρεσις της βασιλείας μας το έκαμαν κι ας έχωμεν υπομονήν . δεύτερον, ας λογιάσουν ότι, αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτέραν, έχομεν χάριτι Χριστού σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξόν μας πίστιν και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους Λατίνους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας . και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας δια την πίστιν και αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ας είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες . και εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστιν τους, και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν εθέλω εμπρός εις τον σταυρόν του Χριστού . κάλλιον ήτο να έχη τινάς και τα δύο, δεν το αρνούμαι, πλην από τα δύο τον σταυρόν του Χριστού προτιμώ».
Μα κι ένας σύγχρονός μας, στον οποίο τα κριτήρια του γένους δε μολύνθηκαν από τα κριτήρια του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και παρέμειναν ενεργά, ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου αναφωνεί:
«Ποια άλλη φυλή στόλισε τη ζωή της με τέτοια αμάραντα λουλούδια; Σε ποια χώρα τραγουδούσανε και ψέλνανε όλοι, από τον μικρόν ως τον μεγάλον; Πού τεχνουργέψανε, σαν με κάποιο κοφτερό σμιλάρι, τέτοια τραγούδια παλληκαρίσια, τέτοια ερωτικά, τέτοια νανουρίσματα, τέτοια μοιρολόγια, που να ραγίζει η γης από την πίκρα; Πουθενά! Γιατί, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, εκείνοι που δεν πήγανε σκολειό, γινήκανε δασκάλοι σε κείνους που το ξεσκολίσανε...».
Κιβωτός αυτής της
αγίας και αρχοντικής παραδόσεώς μας, είναι η Εκκλησία.
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Εμπνεόμενος από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, όπου η εκκλησία εμφανίζεται ως «πανδοχείον», ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα παρομοιάσει την εκκλησία με νοσοκομείο, όπου αποκαθίσταται η πνευματική υγεία των ανθρώπων. Από τη στιγμή που απώτερος σκοπός της ζωής των Χριστιανών είναι η θέωση, ο τρόπος της ζωής τους είναι συγκεκριμένος και συνίσταται σε έναν συνεχή αγώνα μετανοίας και άσκησης. Άρα η πορεία προς τη θέωση αποκτά τον χαρακτήρα μιας θεραπευτικής αγωγής. Γι' αυτό ο Χριστιανός εισάγεται στο νοσοκομείο, που λέγεται εκκλησία, η οποία είναι το σώμα του Χριστού, ώστε να αποκατασταθεί στο κέντρο της ύπαρξής του, στην καρδιά, η άμεση επικοινωνία με τη Χάρη του Θεού.
Όπως, επομένως, σε κάθε νοσοκομείο είναι απαραίτητοι οι γιατροί κάθε ειδικότητας για να αποκαταστήσουν τη σωματική υγεία των ανθρώπων, έτσι και στο νοσοκομείο-εκκλησία, χρειάζονται γιατροί, ώστε να αποκατασταθεί η πνευματική υγεία των Χριστιανών, με την έννοια που προαναφέραμε. Αυτοί οι γιατροί δεν είναι άλλοι παρά οι πνευματικοί Πατέρες, οι Γέροντες.
Ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας κ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτς θα πει για τους Γέροντες:
«Ο θεσμός των Γερόντων δεν είναι τυχαίο φαινόμενο μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία. Θεολογικά στηρίζεται στο μυστήριο της αιωνίου πατρότητος, στο μυστήριο της σχέσεως του Υιού του Μονογενούς, του Χριστού μας, με τον αιώνιο Πατέρα. Και στη συνέχεια στηρίζεται στο μυστήριο της σχέσεως των δασκάλων, των καθοδηγητών στη ζωή κατά πίστιν, όπως είναι λόγου χάριν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος έλεγε: "Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού".
«Αυτή η μίμηση δεν έχει την έννοια της εξωτερικής μιμήσεως, αλλά σημαίνει τη μετάδοση της ίδιας της ζωντανής παραδόσεως ως εμπειρίας. Κι αυτό είναι σημαντικότατο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, διότι σ' αυτή την εμπειρία στηρίζεται και η ζωή της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι, που είναι φορείς αυτής της εμπειρίας, είναι εκείνοι οι οποίοι είναι μάρτυρες του Ευαγγελίου και αυτοί που φωτίζουν τον κόσμο.
«Ανέκαθεν είχαμε τέτοιους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί ήταν επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι ή μοναχοί. Σ' όλες τις εποχές είχαμε τέτοια φωτεινά πρόσωπα, που ήταν στήριγμα της Εκκλησίας και των ψυχών. Κι έχουμε και στην εποχή μας. Κι ευτυχώς, διότι η εποχή μας έχει απομακρυνθεί από την εμπειρία του Θεού, την οποία έχει αντικαταστήσει με την εμπειρία του κόσμου. Γι' αυτό έχουμε περισσότερη ανάγκη της υπάρξεως στον αιώνα μας τέτοιων προσώπων, που έχουν την εμπειρία του Θεού, ώστε να μπορούν να μας καθοδηγούν».
Ο Γέροντας καθοδηγεί και κατευθύνει τον άνθρωπο στον στόχο της θέωσης, δεν είναι απλά ένας ηθικολόγος, στον οποίο, αφού κάνουμε υπακοή, θα γίνουμε καλοί άνθρωποι, δε θα λέμε ψέματα, θα είμαστε ευγενικοί κ.λ.π. Δεν είναι κακά όλα αυτά αλλά δεν είναι αυτοσκοπός της πνευματικής ζωής. Αν μείνουμε σ' αυτά, φτηναίνουμε, στ' αλήθεια, τον μέγα σκοπό, για τον οποίο ο ίδιος ο Θεός προόρισε τον άνθρωπο, τη θέωσή του.
Ο Γέροντας μας καθοδηγεί να χτυπήσουμε την αλλοτρίωση της καρδιάς μας, να ξεριζώσουμε το κακό δια παντός από κέντρο της ύπαρξής μας. Κι αυτό το πετυχαίνει δια της χάριτος του Θεού, η οποία του δόθηκε ως αντίδωρο για τον αιματηρό του αγώνα κατά των παθών και τη βαθιά του οντολογική ταπείνωση.
Ακούστε τι μας λέει ο ιερομόναχος Ισαάκ ο αγιορείτης, στο βιβλίο, που συνέγραψε για τον γέροντα (και άγιο πλέον) Παΐσιο:
«....Σκοπός μας δεν ήταν να παρουσιάσουμε " έναν κατάλογο θαυμάτων". Διότι είναι φυσικό σε κάποιον που φθάνει στην "ακρώρεια" των αρετών και αποκτά τη θεία χάρι να ενεργούν τα χαρίσματα και να κάνη θαύματα. Αλλά το ζητούμενον είναι πώς θα φθάσει ως εκεί, ποιο δρόμο θα οδεύσει και με ποιον τρόπο θα αγωνισθεί εναντίον των παθών και των πειρασμών. Πιο πολύ από τα θαύματά του μας έχουν συγκινήσει η μεγάλη του αυταπάρνηση, οι φιλότιμοι αγώνες για την αγάπη του Χριστού, η μοναχική ακρίβεια και η λεπτή του αίσθηση για την πνευματική ζωή, η σπάνια διάκρισή του, η θυσιαστική του αγάπη για τον κάθε άνθρωπο και το πατερικό του φρόνημα που ανέπαυε».
Αυτό ακριβώς, το παράδειγμα της ζωής των Γερόντων, είναι που αλλοιώνει τον άνθρωπο, τον φιλοτιμεί. Δεν τον καλουπώνει, τον εμπνέει. Γλυκαίνει την ύπαρξή του, τον ελευθερώνει.
Δόξα τω Θεώ, θα μας πει ο Φώτης Κόντογλου «...στον τόπο μας βρίσκονται και σήμερα άγιοι άνθρωποι, που δεν υπάρχουνε σε κανένα μέρος της οικουμένης. Φαίνεται πως η ευλογία του Χριστού, που διάλεξε το έθνος μας για να κηρύξη το Ευαγγέλιο, και που του παράδωσε την πίστη για να τη φυλάξη αμόλυντη, όπως την παράλαβε, καθώς και το αίμα που χύσανε οι αμέτρητοι μάρτυρές μας για να θεμελιωθεί η πίστη του Χριστού, φαίνεται λοιπόν πως αυτή η ευλογία συνεργεί στο να γεννιούνται κάθε τόσο, ανάμεσά μας, κάποιοι άνθρωποι αγιασμένοι από την κοιλιά της μητέρας τους,... "οί ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν"(Ιωάν. α΄, 13)...».
Για έναν τέτοιον άνθρωπο, τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά, γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
«...Γνωρίζω έναν ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας. το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δύο δραχμάς δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύη δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.
Μίαν φοράν έτυχε να χρεωστεί μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν. Επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσε και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Και όμως εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δε γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος».
Αυτός ο αγράμματος, ο απλοϊκός εργάτης του Ευαγγελίου, περπατούσε πολλές φορές σε καταρρακτώδη βροχή κι ενώ γύρω του γινόταν χαλασμός, επάνω του δεν έπεφτε ούτε σταγόνα. Λειτουργούσε κι έβλεπε αγίους, συνομιλούσε με αγίους, έκανε θαύματα, ήτανε χαρούμενος σαν μικρό παιδάκι, μ' όλες τις πίκρες που πέρασε και πάντα ο ταπεινότερος όλων.
Την ίδια εποχή με τον παπα Νικόλα Πλανά, στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, στο ρωσικό Μοναστήρι, ασκητεύει μια πολύ μεγάλη μορφή και άγιος πλέον της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Σιλουανός.
Γεννημένος σ' ένα χωριό της Ρωσίας στα 1866, ήλθε με διακαή πόθο στον Άθωνα στα 26 του χρόνια κι έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, μέχρι δηλαδή το 1938, οπότε και αποδήμησε εις Κύριον στα 72 του χρόνια. Επιδόθηκε σε υπεράνθρωπους ασκητικούς αγώνες και έφτασε στο έσχατο σημείο της απόγνωσης. Τότε κραύγασε: «Ο Θεός είναι αδυσώπητος». Σ' αυτή την τρομακτική κατάσταση της απόγνωσης του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός. Από τότε όλη του η ζωή άλλαξε δια παντός. Πληρώθηκε από το φως της Χάριτος του Χριστού. Σ' όλα του τα γραπτά δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει πως αναγνώρισε τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Γράφει:
«Από την παιδική ηλικία αγαπούσα τον κόσμο και τις ομορφιές του. Αγαπούσα τα δάση και τους πράσινους κήπους και τα χωράφια. Αγαπούσα να βλέπω τα λαμπρά νέφη ν' ανεβαίνουν στα γαλανά ύψη. Αγαπούσα όλο τον κόσμο του Θεού, που δημιουργήθηκε τόσο μεγαλοπρεπής. Αλλ' από τότε που γνώρισα τον Κύριό μου, ο Οποίος αιχμαλώτισε την ψυχή μου, από τότε όλα άλλαξαν μέσα μου: δεν επιθυμώ να κοιτάξω αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλ' η ψυχή μου έλκεται ασταμάτητα προς τον κόσμο εκείνο, όπου είναι ο Κύριος. Σαν το πουλί μέσα στο κλουβί, έτσι παραδέρνει η ψυχή μου πάνω στη γη. Όπως το πουλί ποθεί και αγωνίζεται να πετάξει στο πράσινο δάσος, έξω από το στενό κλουβί, έτσι και η ψυχή μου ποθεί να δει και πάλι τον Κύριο. Γιατί Αυτός αιχμαλώτισε την ψυχή μου κι αυτή Τον αναζητεί και Τον επικαλείται.
Πού κατοικείς Φως μου; Βλέπεις πως σε αναζητώ με δάκρυα. Αν δεν εμφάνιζες Συ τον εαυτό Σου σε μένα, δεν θα μπορούσα να σε ζητώ τώρα όπως Σε ζητώ. Αλλά Συ ο Ίδιος με αναζήτησες, εμέ τον αμαρτωλό, και μου έδωσες να γνωρίσω την αγάπη Σου. Μ' άφησες να δω πως η αγάπη Σου για μας Σε οδήγησε στο Σταυρό και πέθανες μέσα σε πόνους για χάρη μας. Συ μου έδωσες να γνωρίσω πως η αγάπη Σου Σε κατέβασε από τους ουρανούς στη γη, ακόμα και στον άδη, για να δούμε τη δόξα Σου».
«Πού κρύφτηκες Φως μου; Που είσαι χαρά μου; Τα ίχνη Σου ευωδιάζουν στην ψυχή μου, μα Συ έφυγες και η ψυχή μου Σε ποθεί και πονά η θλιμμένη μου καρδιά και τίποτε πια δε μου δίνει χαρά, γιατί επίκρανα τον Κύριο και Αυτός κρύφτηκε από μένα».
Γράφει με πόνο για τον κόσμο, για την αγία ταπείνωση:
« Ο Κύριος μ' ελυπήθηκε πολύ και μου έδωσε να καταλάβω πως πρέπει να κλαίω σ' όλη μου τη ζωή. Αυτή είναι η οδός του κυρίου. Κι αυτά τα γράφω τώρα από πόνο για τους ανθρώπους, που, όπως κι εγώ, είναι υπερήφανοι και γι' αυτό πάσχουν. Τα γράφω για να μάθουν την ταπείνωση και να βρουν ανάπαυση κοντά στον Θεό........
«Το να μάθει κανείς την κατά Χριστόν ταπείνωση είναι μεγάλο αγαθό. Μ' αυτήν γίνεται εύκολη και ευχάριστη η ζωή και όλα γίνονται αγαπητά στην καρδιά. Μονάχα στους ταπεινούς εμφανίζεται εν Αγίω Πνεύματι ο Κύριος κι αν δεν ταπεινωθούμε δεν θα δούμε τον Θεό. Η ταπείνωση είναι το φως, μέσα στο οποίο μπορούμε να δούμε τον Θεό-Φως, όπως ψάλλεται: "Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως".
«Ο Κύριος μ' εδίδαξε να κρατώ το νου μου στον άδη και να μην απελπίζομαι...»
Η ταπείνωση, η μεγάλη άσκηση, η αυταπάρνηση, η παρρησία στο Θεό, η αγάπη προς όλους τους ανθρώπους χωρίς διακρίσεις, χαρακτηρίζει τη ζωή όλων των αγίων Γερόντων.
Λίγο πιο πάνω από την Αθήνα, όπου έζησε ο παπα-Νικόλας Πλανάς, στην ορεινή Εύβοια και συγκεκριμένα στη Μονή του Οσίου Δαβίδ, ασκήτευσε ο Γέρων (και άγιος πλέον και αυτός) Ιάκωβος Τσαλίκης.
Από μικρός «... πήγαινε κρυφά τα βράδια και προσευχόταν σ' ένα ερειπωμένο εκκλησάκι, που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή. Εκεί είχε την υπέροχη ευλογία να του παρουσιαστεί μια νύχτα η ίδια η Αγία Παρασκευή, η οποία του είπε ότι ήταν έτοιμη να του προσφέρει, ό,τι ήθελε, να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία του. Ο πατήρ Ιάκωβος, ο οποίος πάντοτε έκαμνε υπακοή στη μητέρα του, είπε στη Αγία Παρασκευή: "Πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου. Δε γίνεται να τη ρωτήσω πρώτα και μετά να σου πω;"
Όντως ρώτησε τη μητέρα του κι εκείνη του απάντησε: "Παιδί μου, μία καλή τύχη να σου δώσει η Αγία Παρασκευή". Έτσι το άλλο βράδυ ζήτησε από την Αγία Παρασκευή μία καλή τύχη. Και του απάντησε η Αγία: "Θα σου δώσω τύχη, που θα τη ζηλέψουν και βασιλιάδες και πατριάρχες και άρχοντες της γης".
Το 1952 πηγαίνει να προσκυνήσει στη Μονή του Οσίου Δαβίδ και τον υποδέχεται ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ, ο οποίος και του είπε: «Αν μείνεις εδώ και τηρήσεις παρθενία, ακτημοσύνη και υπακοή, θα μείνεις στη Μονή μέχρι το τέλος του βίου σου, θα περάσουν από τα χέρια σου πάρα πολλά χρήματα, από τα οποία εσύ δε θα πάρεις τίποτε και θα σ' ευλαβούνται πατριάρχες, αρχιερείς και άρχοντες της γης». Κι έτσι έγινε. Κι ανέπτυξε τέτοια μεγάλη οικειότητα με τον Όσιο Δαβίδ, που έλεγε πως: «Εγώ τα λέω στο αυτί του Οσίου κι αυτός μου ανοίγει απευθείας γραμμή με τον Κύριο».
Θεωρούσε ηγούμενο του μοναστηριού τον Όσιο Δαβίδ και γι' αυτό, όταν λειτουργούσε απόφευγε να βρίσκεται μπροστά, στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας. Ποιος; Αυτός που για να πάει να πάρει τα Τίμια Δώρα και να κάνει την Είσοδο, έβλεπε πλήθος αγγέλων και έλεγε: «Κάνετε τόπο να περάσω».
Έτρωγε στην κυριολεξία σαν πουλάκι, παρηγορούσε τους πονεμένους, ελεούσε τους έχοντες ανάγκη και είχε την ιδέα για τον εαυτό του ότι είναι ψόφιο σκυλί και μολύνει τον αέρα.
Η εσωτερική του καλλιέργεια και το ψυχικό του βάθος τον έκαναν κάθε τρεις και λίγο να λέει «με συγχωρείτε». Θα μπορούσε να κληθεί Γέρων Ιάκωβος «ο με συγχωρείτε».
Εκοιμήθη προγνωρίζοντας το θάνατό του, συνοδεία της Παναγίας, του Οσίου Δαβίδ, του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου και του αγίου Ιακώβου, τη στιγμή που εξομολογούσε, όπως το είχε προειπεί: «Εγώ θα φύγω σαν πουλάκι».
Την ημέρα της κοιμήσεώς του, ένας άλλος Γέρων, σύγχρονός του, μέγα πνευματικό ανάστημα κι αυτός της Ορθοδοξίας, ο Γέρων-άγιος- Πορφύριος, είπε: «Εκοιμήθη ο Γέρων Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους της αιώνα μας. Είχε το διορατικό και το προορατικό χάρισμα, τα οποία έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται ο ίδιος».
Ο άγιος Πορφύριος έφτασε κι αυτός σε πολύ υψηλά μέτρα αρετής. Κι έφτασε εκεί που έφτασε γιατί διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια άκρα καθαρότητα και απάθεια.
Από μικρός διαβάζοντας, με τα λίγα γραμματάκια που ήξερε, τον βίο του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, του ήρθε ασίγαστη επιθυμία να γίνει άγιος. Έφυγε δώδεκα χρονών στο Άγιον Όρος, είχε τελεία υπακοή και αγάπη στους εκεί αυστηρούς γεροντάδες του κι άσκησε με ακρίβεια τη νηστεία, την αγρυπνία, την χαμαικοιτία και όλα γενικά τα είδη της μοναχικής άσκησης. Εκεί, στο Άγιον Όρος, μια Σαρακοστή, μέσα στο Κυριακό είδε τυχαία τον πατέρα Δημά, έναν πρώην αξιωματικό του ρωσικού στρατού να προσεύχεται και να λούζεται από το Φώς της Χάριτος. Το Φως αυτό του μεταβίβασε, όπως μας λέει ο ίδιος, την κατάνυξη της Θείας Χάριτος και από τότε πλέον άρχισε να κλαίει όποτε ήθελε.
Άλλα όμως επιζητούσε ο πατήρ Πορφύριος και άλλα προόριζε γι' αυτόν ο Θεός. Αρρώστησε από φυματίωση και οι γεροντάδες του τον έστειλαν στο χωριό του να φάει λίγο γάλα, λίγο βούτυρο, να αναλάβει. Η ασθενική του κράση δεν του επέτρεψε τελικά να επιστρέψει στο Άγιον Όρος. Έμεινε στον κόσμο και σκόρπισε πλούσια τη χάρη του Θεού, από την οποία ξεχείλιζε η καρδιά του.
Στον Γέροντα Πορφύριο δόθηκαν πολλαπλά χαρίσματα. Ήταν προφητική, ασκητική μορφή και είχε το ιαματικό χάρισμα. Ο ίδιος δε μιλούσε γι' αυτό, αναφέρονται όμως σ' αυτό πολλοί άνθρωποι, τους οποίους ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατες ασθένειες.
Μπορούσε να κινείται με μεγάλη άνεση στον χωροχρόνο και "ταξίδευε" χωρίς μέσον, από εκεί που βρίσκονταν, για Κρήτη, για Κύπρο, προκειμένου να βοηθήσει μια ψυχή, για την οποία τον είχε πληροφορήσει ότι έχει ανάγκη. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της κας Ξένιας Γιαννοπούλου, η οποία αναφέρει πως κάποτε πήγε να δει τον Γέροντα. Ο Γέροντας όμως άργησε δυόμισι ώρες να ανοίξει και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όταν μετά ο Γέροντας άνοιξε, της είπε: «Δεν κοιμόμουνα. Δεν τα λέω όλα αυτά σε όλους, τα λέω μόνο σε αυτούς που με καταλαβαίνουνε. Ήμουν στην Αλεξανδρούπολη. Ένα πνευματικό μου παιδί έκανε εγχείριση. Είχε έναν όγκο σαν πορτοκάλι στο στομάχι του. Το παιδί με επεκαλείτο και μου τηλεφώνησε. Ακόμα και την ώρα που τον βάζαν στο χειρουργείο με επεκαλείτο. Δεν μπορούσα να μην πάω». «Ήμουνα στην Αλεξανδρούπολη και τους φώτισα να κοιτάξουν και πιο πέρα. Όταν κοίταξαν βρήκαν κι ένα μικρό όγκο πιο πέρα και τους βγάλανε και τους δύο. Το παιδί ήταν πολύ άρρωστο και ελπίζω στο Θεό να ζήσει».
Όταν κάποιος πήγαινε για εξομολόγηση δεν τον κοίταζε κατάματα, όπως έλεγε ο ίδιος ο Γέροντας, για να μην αισθάνεται άβολα. Του έριχνε μόνο μια ματιά, την ώρα που έμπαινε και μετά έσκυβε το κεφάλι του. Και, πολλές φορές, πριν αρχίσει να εξομολογείται, εκείνος του έλεγε: «Κοίταξε, από το χαρτάκι, που έγραψες, μόνο το τρία και το πέντε είναι αμαρτίες. τα άλλα δεν είναι αμαρτίες. Πες μου, λοιπόν, για το τρία και το πέντε και, άμα μας μείνει χρόνος, μου λες και για τα άλλα».
Η χαρά που ένιωθε στην καρδιά του ήταν ανεκλάλητη. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία που δίνει σ' ένα αναστάσιμο τροπάριο: «Κατάλαβες, λοιπόν, τι έκανε ο Χριστός;» λέει. «Ποιος μπορούσε να νεκρώσει τον θάνατο; Κανένας. Μόνον ο Χριστός μας. Και τώρα εορτάζομεν "άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν" και "σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον". Ξέρεις τι θα πει "σκιρτώντες"; Θα πει χοροπηδώντας. Έχεις δει τα κατσικάκια έξω στα χωράφια, μαζί με τη μητέρα τους, που πηδάνε και πίνουν λίγο γάλα από τη μητέρα τους και ξαναπηδάνε; Αυτό είναι το σκίρτημα. Εμείς οι Χριστιανοί θα έπρεπε να ψάλλουμε το "Χριστός Ανέστη" και να σκιρτούμε, να χοροπηδούμε. "Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν". Δεν υπάρχει χαρά μεγαλύτερη απ' αυτήν».
Προγνώρισε τον θάνατό του και για να μην τιμηθεί ούτε κατά την τελευτή του, απομακρύνθηκε απ' τον κόσμο και επανήλθε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων, εκεί που είχε αρχίσει τον πνευματικό του αγώνα και η εξόδιος ακολουθία έγινε από ελάχιστους μοναχούς.
Πνευματικός του Γέροντος Πορφυρίου ήταν ο εκ Κρήτης, πατήρ Ευμένιος Σαριδάκης, για τον οποίο ο Γέροντας Πορφύριος συμβούλευε: «Να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμενίου, γιατί είναι ο κρυμμένος άγιος των ημερών μας» και έλεγε πως «Σαν τον Γέροντα Ευμένιο, βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια ένα»
Ο Γέροντας Ευμένιος, το όγδοο παιδί πολύτεκνης οικογένειας από την Κρήτη, ορφανός από πολύ μικρός από πατέρα, αγράμματος σχεδόν (λόγω και της γερμανικής κατοχής), έμαθε γράμματα ως μοναχός και δεν άφησε αδιάβαστο κανένα συναξάρι και κανένας από τους νηπτικούς πατέρες, τους οποίους και υπεραγαπούσε. Είχε και διατήρησε από μικρός άκρα αγνότητα και καθαρότητα, διέθετε υποδειγματική πραότητα και γλυκύτητα μα προπαντός αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η απερίγραπτη ταπείνωσή του και η απλότητα.
Ακούει την Παναγία να του λέει με γλυκιά και εξαίσια φωνή: «Παιδί μου, μη φοβάσαι, εγώ δε θα σ' αφήσω να χαθείς» και όταν τον ρωτούν nπως κατάλαβε πως ήταν η Παναγία, απαντάει αφοπλιστικά: «Η Παναγία ήταν. Την Παναγία δε γνωρίζω;».
Παρακαλάει τον Χριστό για τον εαυτό του: «Κύριε Ιησού Χριστέ μου, βοήθησέ με να Σε αγαπώ πάντοτε περισσότερο από τον εαυτό μου, περισσότερο από όλο τον κόσμο και να μη χορταίνω να Σε αγαπώ»,26 και μας συμβουλεύει μέσα από τις επιστολές του που στέλνει στον αγαπητό του Αντώνιο: «...Ας αγαπήσωμεν και εμείς τον Θεόν, όπως έλεγε ο Μέγας Αντώνιος και μηδέν προτιμήσομεν της αγάπης αυτού και να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, όπως αγαπούμε τον εαυτό μας και να γίνομε ασήμαντοι και τελευταίοι και μικρότεροι όλων των ανθρώπων και να βάλουμε το κεφάλι μας κάτω από τα πόδια όλων των ανθρώπων και να περιφρονέψωμε και να καταφρονέψουμε, να ρεζιλέψουμε, να ξεφτιλίσωμε, να φτύξωμε και να ποδοπατήσωμε κάτω στη γη τον εαυτό μας, να μηδενίσωμε, να πεθάνωμε και να θανατώσωμε τον πήλινο, τον σαρκικόν, τον χωμάτινον και παλαιόν άνθρωπον της αμαρτίας και της φθοράς και να ενδυθούμε τον νέον άνθρωπον, να ανανεωθούμε δια της χάριτος του Χριστού μας...».
Γεννήθηκε στην Εθιά Ηρακλείου, τα περισσότερα έτη της
Ιεροσύνης του τα πέρασε μέσα στον ανθρώπινο πόνο στο Νοσοκομείο Λοιμωδών στην
πολύβουη πόλη των Αθηνών, πέθανε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου νοσηλεύονταν
για δύο χρόνια και το δωμάτιό του είχε μεταβληθεί σε προσκύνημα και επέστρεψε,
κεκοιμημένος πλέον, στην πατρώα γη του, την Εθιά, όπου και ετάφη, ζεστός,
φωτεινός, χωρίς νεκρική ακαμψία.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυταπάρνησης και της μεγάλης αγάπης των αγίων Γερόντων, έχουμε στον βίο του πατρός Φιλόθεου Ζερβάκου.
Στο νησί της Πάρου, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, μετά από μια δολιοφθορά των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών, ο Γερμανός διοικητής μάζεψε κι αποφάσισε να εκτελέσει, ως αντίποινα, εκατόν πενήντα νέους του νησιού. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη και παρ' όλες τις παρακλήσεις δημάρχων, επισκόπων και άλλων επιφανών του νησιού, ο Γερμανός διοικητής παρέμεινε αμετάπιστος.
Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος κάλεσε τον Γερμανό Διοικητή και την ακολουθία του στο μοναστήρι του να τους φιλοξενήσει. Τους παρέθεσε πλούσια τράπεζα, ζήτησε τα ονόματα των οικείων τους και τέλεσε την παράκληση της Παναγίας υπέρ υγείας των προσώπων αυτών. Ο Γερμανός διοικητής αλλοιώθηκε μετά το τέλος της ακολουθίας και παρακάλεσε τον πατέρα Φιλόθεο να του ζητήσει οποιαδήποτε χάρη, εκτός από το να μη γίνει η εκτέλεση των εκατόν πενήντα νέων. Ο πατήρ Φιλόθεος τότε του είπε: «Πριν σας ζητήσω ο,τιδήποτε, θέλω να μου δώσετε το λόγο της στρατιωτικής σας τιμής ότι θα κάνετε αυτό που θα σας πω». «Έχετε το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής», απάντησε ο Γερμανός. Του είπε τότε ο πατήρ Φιλόθεος: «Θέλω να βάλετε κι εμένα ανάμεσα στους εκατόν πενήντα και να εκτελέσετε εμένα πρώτο».
Μετά από αυτό ο Γερμανός αναγκάστηκε να υπογράψει την απόλυση και των εκατόν πενήντα Παριανών.
Οι άγιοι αυτοί Γέροντες άφηναν τη ζωή τους με απόλυτη εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.
Στα παράπονα της πρεσβυτέρας του, ότι δεν φροντίζει για την αποκατάσταση των εννέα θυγατέρων τους, ο πατήρ Δημήτριος Γκαγκαστάθης, εφημέριος στο χωριό Πλάτανος της Θεσσαλίας, θα της πει: «Θα πεθάνω παπάς, όχι μασκαράς. Για το Χριστό θυσιάζομαι, υπέρ των προβάτων. Τι σήμερα, τι αύριο. Μία ψυχή έχουμε. Θα την παραδώσω στα χέρια του Δημιουργού μου». Και αλλού θα πει: «Εγώ έχω τον Χριστό κυβερνήτη στη ζωή μου. Δεν τον βάλαν οι άνθρωποι καλά στην καρδιά τους για να νιώσουν το μεγαλείο του. Είναι γλυκύς. Δεν τον αλλάζω με τίποτα. Μία ζωή τον παρακαλώ να με αξιώσει να χύσω το αίμα μου γι' Αυτόν. Κοιμάμαι τόσο αμέριμνα, όπως το πουλί στ' αγκάθι και τα ρυθμίζει όλα Αυτός. καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο».
Άλλες πάλι φορές ξεχνούσαν εντελώς τον εαυτό τους, δεν τον υπολόγιζαν καθόλου.
Η ζωή, για παράδειγμα, του αγίου Παϊσίου ήταν ένα συνεχές δόσιμο, μια διαρκής κένωση, θυσία για όλους. Έλεγε:
«Ο άνθρωπος, όσο κάνει το καλό, διαλύεται, είναι όλος καλός και πετάει (δεν υπολογίζει) τον εαυτό του. Όταν κάνει δικά του τα προβλήματα των άλλων, δεν έχει κανένα δικό του πρόβλημα».
Προσευχόμενος για αρρώστους έλεγε: «Θεέ μου, βοήθησε τον
άρρωστο και πάρε από μένα την υγεία».
Δεχόταν καθημερινά ανθρώπους πονεμένους και δυστυχείς και τους παρηγορούσε όλους ακούραστα και αδιαμαρτύρητα. Περιγράφει ο ίδιος: «Έρχονται οι άνθρωποι και μου λεν τα βάσανά τους και γεμίζει το στόμα μου πίκρα, σαν να έφαγα κρεμμύδια. Και όταν κανείς που πάει καλύτερα ή λύθηκε το πρόβλημά του, λέω "δόξα τω Θεώ, μού ΄δωσαν και ένα κομμάτι χαλβά". Όταν ακούω τον πόνο του άλλου, σε σπασμένα γυαλιά να κάθομαι και σε αγκάθια να πατάω δεν το καταλαβαίνω. Όταν ο άλλος πάσχει πραγματικά, μπορώ ακόμη και να πεθάνω για να τον βοηθήσω». «Χριστέ μου», έλεγε, «άσε με εμένα, μη με υπολογίζεις. Κοίταξε τους ανθρώπους που βασανίζονται».
Νήστευε ασταμάτητα, κάνοντας δύο και τρεις Σαρακοστές, προκειμένου να βοηθηθούν πονεμένες ψυχές. Σε προτροπή Αγιορείτου να οικονομήσει λίγο τον εαυτό του απάντησε: «Όταν έρχονται άνθρωποι με προβλήματα, τι να κάνω; Τον εαυτό μου να κοιτάξω»;
Όταν μια χρονιά τον είδαμε προσωπικά στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή-Θεσσαλονίκης, μας τόνισε, μ' ένα περιστατικό που του συνέβη, την αξία της αρχοντικής αγάπης, όπως συνήθιζε να λέει. Μας είπε:
Πήγα κάποτε στην Αυστραλία και μια μέρα έβλεπα κόσμο από νωρίς το πρωί, ασταμάτητα, μέχρι τις δώδεκα τη νύχτα. Δεν είχα βγάλει ούτε τα παπούτσια μου. Ήμουν ξεθεωμένος. Κάποια στιγμή κι ενώ ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω, σταματάει ένα αυτοκίνητο με δυο γονείς και το μικρό τους κοριτσάκι. Το κοριτσάκι ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και τρέχει προς το μέρος μου. Με είδε μόνο και με συμπόνεσε. Με ρωτάει:
Παπούλη, εσύ έχεις μανούλα;
Όχι, παιδί μου, δεν έχω.
Να σου δώσω τη δικιά μου;
Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό το κοριτσάκι. Με τέτοια αρχοντιά να μεγαλώνετε τα παιδιά σας.
Τόνιζε πολύ την ανάγκη να έχει ο άνθρωπος φιλότιμο. Μάλιστα όρισε και με ακρίβεια τι είναι το φιλότιμο: «Είναι ευλαβικό απόσταγμα της καλοσύνης, η λαμπικαρισμένη αγάπη του απλού ανθρώπου. Τότε η καρδιά του είναι γεμάτη από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, και από πνευματική λεπτότητα (ευαισθησία), προσπαθεί να ανταποδώσει και την παραμικρή καλοσύνη που του έχουν κάνει οι άλλοι».
Όλη του η ζωή χαρακτηριζόταν από αυτήν την αρετή. Έλεγε: «Να κινούμαστε με φιλότιμο. Τα φιλότιμα παιδιά προσέχουν, πώς να ξεκουράσουν και να ευχαριστήσουν τους γονείς. Εμείς οι μοναχοί να γνωρίζουμε τι αναπαύει τον Γέροντα και να το κάνουμε πριν μας το πει. Να έχετε φιλότιμο και να μην εκμεταλεύεστε την καλοσύνη των άλλων. Ο φιλότιμος βομβαρδίζεται από ευλογία, ενώ ο γκρινιάρης γεννά κακομοιριά. Η καρδιά δεν καθαρίζεται με "κλιν"(-απορρυπαντικό της παλιάς εποχής-), αλλά με φιλότιμο. Να μην αφήνουμε τον άλλον να κουράζεται στο διακόνημά του, όταν εμείς έχουμε τελειώσει. Να γινόμαστε θυσία. Μια γυναίκα έλεγε: "Αφού ο Χριστός πικράθηκε και εγώ τον πίκρανα, δεν θέλω να έχω χαρά". Και είχε μια χαρά! Έλεγε στους άλλους να προσευχηθούν να μην έχει χαρά, αλλά να πονά για τον Χριστό. Τι φιλότιμο! Και όσο έλεγε αυτά, άλλη τόση χαρά και αγαλλίαση είχε. Αυτή βρήκε τον εαυτό της».
Συνιστούσε: «Να κάνουμε το καλό όχι ωφελιμιστικά, ούτε νομικά, αλλά από αγάπη προς τον Θεό. Τότε όχι μόνο με ευκολία κάνω ό,τι υποχρεούμαι, αλλά θυσιάζω και ό,τι δικαιούμαι».
Μέχρι το τέλος της ζωής του, παρ' όλους τους αβάσταχτους πόνους, αυτός πρόσθετε κόπους και ταλαιπωρίες. Δεν έπαυσε να δέχεται και να απαλύνει τον πόνο του κόσμου, που έτρεχε να τον δει και να πάρει την ευλογία του.
Στις 11 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στην εορτή της Αγίας Ευημίας, την οποία και υπερευλαβούνταν, κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός στο κρεβάτι του, αφού δεν μπορούσε πια να πάει στην εκκλησία.
Στις 12 Ιουλίου 1994, ημέρα Τρίτη και ώρα 11 το πρωί, εκοιμήθη ειρηνικά.
Ενταφιάστηκε, χωρίς να μάθει και χωρίς να κληθεί κανείς στην κηδεία του, πίσω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Αρσενίου , στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Σουρωτή-Θεσσαλονίκης. Όλα έγιναν κατά την επιθυμία του Γέροντος.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε αμέτρητα περιστατικά και διδασκαλίες πλήθους γερόντων, οι οποίοι με τη βιοτή και το παράδειγμά τους, έδειξαν τον δρόμο της Χάριτος. Μεταξύ αυτών ο πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο πατήρ Σωφρόνιος, ο πατήρ Ευσέβιος Βίττης, ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης, ο Γέρων Ιωσήφ ο Σπηλιώτης και πλήθος άλλων αγιορειτών Γερόντων, με συγκλονιστικό βίο και οσιακό τέλος. Απέδειξαν όλοι τους για ακόμη μία φορά ότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄8.).
Πολλοί απ' αυτούς ήταν άνθρωποι, που εξωτερικά φαίνονταν ασήμαντοι, ευτελείς, τιποτένιοι, αγράμματοι, παραμελημένοι και ταλαιπωρημένοι, με μια απίστευτη απλότητα, που σκανδαλίζει τους ηθικολόγους, τους τηρούντες το γράμμα του νόμου, όσους ενδιαφέρονται τελικά για το έξωθεν του ποτηρίου. Κι όλους όσους επιχειρούν να απονευρώσουν το ευαγγελικό μήνυμα από τη μαρτυρία του μαρτυρίου, της άσκησης και της συνεχούς εκκοπής του ιδίου θελήματος. Κι όμως, όλους αυτούς τους ανθρώπους, όταν κανείς τους πλησιάσει σωστά κι ανοίξουν την καρδιά τους, αποκαλύπτουν τέτοιο πνευματικό πλούτο που μας αφήνει άφωνους.
Όλοι αυτοί είναι ο ατίμητος θησαυρός της Ορθοδοξίας, είναι οι φάροι που φωτίζουν τον δρόμο όλων όσων θέλουν να αγωνιστούν σωστά, τον δρόμο που τελικό προορισμό και στόχο έχει την κατά Χάριν θέωση.
Θα τελειώσω την ομιλία μου δανειζόμενος την γραφίδα και την προσευχητική κραυγή του μακαριστού Γέροντος της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, πατρός Γεωργίου Καψάνη:
«Ελεήμων Κύριε, ευδόκησε, εν τη απείρω αγάπη Σου, να μας αξιώσεις να εισέλθουμε στην οδό της θεώσεως, πριν να απέλθουμε από τον παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
«Ελεήμων Κύριε, οδήγησε στην αναζήτηση της θεώσεως τους ορθοδόξους αδελφούς μας, που δεν χαίρονται γιατί αγνοούν το μεγαλείο της κλήσεώς των ως "κεκελευσμένων θεών".
«Ελεήμων Κύριε, οδήγησε και τα βήματα των ετεροδόξων Χριστιανών στην επίγνωση της Αληθείας Σου, για να μη μείνουν έξω του Νυμφώνος Σου, στερημένοι της Χάριτος της θεώσεως.
«Ελεήμων Κύριε, ελέησον ημάς και τον κόσμο Σου! Αμήν».