Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 - 1919
του Γεράσιμου Αλεξάτου
Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916 - 1919
Το καλοκαίρι του 1916 ‒μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου‒ 7.000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί του Δ΄ Σώματος Στρατού -με έδρα την Καβάλα- μεταφέρθηκαν με δέκα αμαξοστοιχίες στη μικρή αλλά ιστορική πόλη της πάλαι ποτέ πρωσικής επαρχίας της Σιλεσίας το Γκαίρλιτς (Γκέρλιτς, Görlitz). Φθάνοντας εκεί ύστερα από ένα εξουθενωτικό ταξίδι δώδεκα ημερών, οι ταλαιπωρημένοι και ανίδεοι στρατιώτες έγιναν αντικείμενο μιας εντυπωσιακά οργανωμένης παλλαϊκής υποδοχής, που δεν επρόκειτο να ξεχάσουν σε όλη τους τη ζωή: στον σιδηροδρομικό σταθμό τους ανέμεναν σύσσωμες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης με επικεφαλής τον υπασπιστή του Κάιζερ, στρατιωτικά αγήματα και μπάντες που παιάνιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο και χιλιάδες λαού, ενώ στην πύλη του ανακαινισμένου στρατοπέδου είχε αναρτηθεί στα ελληνικά μια μεγάλη, πλαισιωμένη από γιρλάντες επιγραφή: «ΧΑΙΡΕΤΕ».
Όμως, κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, οι σχέσεις του Γκαίρλιτς με την Ελλάδα και τη νεότερη ιστορία της δεν σταματούν εκεί. Το 1949, μετά το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου στην Ελλάδα, 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες μαζί με τα παιδιά τους, κατέφυγαν στην ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκαίρλιτς εν τω μεταξύ μετά το 1945 είχε διχοτομηθεί και οι ανατολικές συνοικίες του -εκεί όπου 30 χρόνια νωρίτερα βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο‒ είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκοζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη βρέθηκαν στις απέναντι όχθες του συνοριακού πλέον ποταμού Νάισε, Έλληνες δύο διαφορετικών γενεών -θύματα των μεγάλων συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα‒ που για πολλά χρόνια ούτε καν υποψιάζονταν την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην αντίπερα όχθη.
Τα γεγονότα της Μακεδονίας
Τι είχε
συμβεί το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι στην Ανατολική Μακεδονία τρία μόλις
χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, πριν από τη σχεδόν αμαχητί εγκατάλειψή
της στους συμμάχους των Γερμανών Βουλγάρους; Όλα ξεκίνησαν στις 18
Αυγούστου 1916, όταν βουλγαρικός στρατός, έχοντας εξασφαλίσει το πράσινο
φως των Γερμανών συμμάχων του, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική
Μακεδονία, με στόχο να περιορίσει-όπως διατεινόταν- τις κινήσεις των
εχθρικών δυνάμεων του αντίπαλου στρατοπέδου, της Αντάντ, που από έτους
ήδη είχαν εγκατασταθεί στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία με έδρα τη
Θεσσαλονίκη.
Στην Αθήνα εκείνη την εποχή ο εκλεγμένος πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, από παλιά προσανατολισμένος προς τις «προστάτιδες δυνάμεις» της χώρας, είχε αποπεμφθεί από τα Ανάκτορα, επειδή είχε ταχθεί υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των δυτικών συμμάχων της Αντάντ. Στην εξουσία ήταν η φιλοβασιλική παράταξη, η οποία αντιθέτως προέκρινε την πολιτική της ευνοϊκής προς τη Γερμανία και του συμμάχους της ουδετερότητας. Επικεφαλής της ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου και γυναικαδελφός του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου (είχε παντρευτεί την αδελφή του Σοφία). Ηταν η απαρχή του Εθνικού Διχασμού. Μόλις, λοιπόν, αμέσως μετά την εισβολή των Βουλγάρων, το Βερολίνο έδωσε επίσημες διαβεβαιώσεις[1] περί σεβασμού της ελληνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας, υποσχόμενο ότι θα έφηνε άθικτες τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις ( Σέρρες, Δράμα, Καβάλα), το γερμανόφιλο κωνσταντινικό περιβάλλον καθησύχασε. Έτσι, το εκεί εγκατεστημένο και αποκομμένο από την υπόλοιπη Ελλάδα Δ΄ Σώμα Στρατού, αποδυναμωμένο μετά την επιβληθείσα από την Αντάντ αποστράτευση των εφεδρειών του και με απούσα όλη την ανώτατη ηγεσία του (!), διατάχθηκε από το εθνικό κέντρο να μην προβάλει αντίσταση και εγκαταλείποντας αμαχητί τα συνοριακά οχυρά, να αποσυρθεί στις έδρες των μεραρχιών του. Όταν οι ραγδαίες αυτές και απρόσμενες εξελίξεις έγιναν γνωστές στην Ελλάδα προκάλεσαν θύελλα αγανάκτησης, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εσπευσμένα το φιλοβενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη και να αποκτήσει ο Εθνικός Διχασμός και γεωγραφική διάσταση.
Τα γεγονότα όμως δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις βασιλικές προσδοκίες. Από την πρώτη στιγμή έγινε με οδυνηρό τρόπο αντιληπτό από τους κατοίκους και τους υπερασπιστές της περιοχής, ότι ο πραγματικός στόχος των εισβολέων δεν ήταν άλλος από την αιχμαλωσία του στρατού, την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και των τοπικών αρχών και τη μόνιμη εγκατάσταση τους σε μακεδονικά εδάφη[2]. Ο ασκών χρέη διοικητού του Σώματος συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, με καθημερινές εκκλήσεις προς το κέντρο, αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους για να οργανώσει εκ των ενόντων την άμυνα και να εξασφαλίσει τρόφιμα στους στρατιώτες και τους κατοίκους, που πανικόβλητοι συνέρρεαν στην Καβάλα εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Η Αθήνα όμως κώφευε προκλητικά. Η κατάσταση εν τω μεταξύ διαρκώς χειροτέρευε και ο κλοιός γύρω από την Καβάλα ήταν ασφυκτικός.
Η αιφνιδιαστική αυτή σκλήρυνση της βουλγαρικής στάσης δεν ήταν τυχαία. Οφειλόταν στην αλλαγή της στρατιωτικής ηγεσίας στο Βερολίνο και στην ανάληψη καθηκόντων από τους Χίντενμπουργκ και Λούντεντορφ. Το νέο πανίσχυρο επιτελείο θεωρούσε πλέον την Ελλάδα «χαμένη υπόθεση», δίνοντας το πράσινο φως για την κατάληψη της Καβάλας, αδιαφορώντας για τις προ τριών μόλις εβδομάδων παρασχεθείσες εγγυήσεις[3]. Πίεζαν τώρα αφόρητα τον Χατζόπουλο να εγκαταλείψει πάραυτα την πόλη, χωρίς καν να του επιτραπεί να συνεννοηθεί με τους προϊσταμένους του στην Αθήνα, απειλώντας ότι «σε περίπτωση άρνησης» θα ανοίγετο «αμέσως πυρ εναντίον της Καβάλας[4]».΄Οταν και από το άλλο στρατόπεδο οι εγκατεστημένοι στην απέναντι Θάσο Σύμμαχοι, απέκλεισαν το λιμάνι της Καβάλας και κατάσχεσαν την πιο κρίσιμη στιγμή -«για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού»- τον μοναδικό ασύρματο της ελληνικής διοίκησης, η θέση του πλήρως αποκομμένου Έλληνα διοικητή γινόταν τραγική. Τότε, για να αποφευχθεί πάση θυσία η επώδυνη και ατιμωτική βουλγαρική αιχμαλωσία, απευθύνθηκε αυτοβούλως στον Γερμανό αρχιστράτηγο, ζητώντας τη μεταφορά του στρατού μαζί με τον οπλισμό του στη Γερμανία, όπου και θα παρέμενε ως ουδέτερο μέχρι το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα, ύστερα από ομόφωνη απόφαση του πολεμικού συμβουλίου του Σώματος, επικοινώνησε και με τον στόλο των Αγγλογάλλων, ζητώντας την παράδοση στους Συμμάχους, θέτοντας όμως ως προϋπόθεση -καθότι φιλομοναρχικός ο ίδιος- να μεταφερθούν οι μονάδες του σε λιμάνι της υπό κωνσταντινικό έλεγχο Παλαιάς Ελλάδας.[5] Και ενώ οι μονάδες ήταν παραταγμένες στο λιμάνι της Καβάλας έχοντας εντολή επιβίβασης στα βρετανικά πλοία, την τελευταία στιγμή η επιχείρηση ματαιώθηκε εξ αιτίας της επιμονής των Βρετανών πλοιάρχων να επιτρέπουν την αναχώρηση μόνο σε φιλοβενιζελικούς εθελοντές, απαγορεύοντας την επιβίβαση ακόμα και στον ίδιο τον σωματάρχη [6]. Ο φιλοβασιλικός Χατζόπουλος, ευρισκόμενος μπροστά στο δίλημμα να προσχωρήσει παρά τη θέλησή του στο κίνημα της Θεσσαλονίκης ή να παραδοθεί στους Γερμανούς, με ευνοικούς έστω όρους, προτίμησε το δεύτερο. Μετά τη θετική απάντηση του Γερμανού στρατάρχη, ξεκινούσε υπό αφόρητη χρονική πίεση - «για να μην υπάρξει περιθώριο επικοινωνίας»[7]- η πορεία των μονάδων προς τη Δράμα, τον πρώτο σταθμό του μεγάλου ταξιδιού. Τη ίδια στιγμή η Αθήνα -ειδοποιημένη από τους Άγγλους- ξυπνούσε από τον λήθαργο και φοβούμενη εσωτερικές και διεθνείς επιπτώσεις διέτασσε, μέσω των Βρετανών, τη μεταγωγή των δυνάμεων στον Βόλο. Ήταν όμως, σύμφωνα με τον Χατζόπουλο, πολύ αργά. Η πορεία επρόκειτο άμεσα να ξεκινήσει[8].
Και ενώ οι 7000 στρατιωτικοί μεταφέρονταν εκόντες άκοντες ως «αιχμάλωτοι-φιλοξενούμενοι» στο στρατόπεδο του Γκαίρλιτς στη Γερμανία, στο εσωτερικό της χώρας ο διχασμός περνούσε σε παροξυντική φάση: Η Ελλάδα με την προσωρινή κυβέρνηση των Αμυνιτών της Θεσσαλονίκης κοβόταν στα δύο, τη στιγμή που οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας -όσοι δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν με δικά τους μέσα στη Θάσο- εγκαταλείπονταν ανυπεράσπιστοι στο έλεος του εισβολέα. Για τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι τα μεγάλα τραγικά θύματα της σωρείας των θλιβερών αποφάσεων των τότε κυβερνώντων. [9].
Ελληνογερμανική συνάντηση με συνέπειες
Η μεταφορά σε γερμανικό έδαφος ενός σημαντικού τμήματος του στρατού μιας ουδέτερης χώρας προκάλεσε τον αποτροπιασμό της Αντάντ και του ουδέτερου κόσμου, ενώ έγινε φυσικά αποδεκτή με διθυραμβικά σχόλια από το σύνολο του γερμανικού Τύπου. Η πρόταση του Χατζόπουλου τούς παρείχε ένα πολύτιμο πλεονέκτημα στον αμείλικτο πόλεμο της προπαγάνδας: μπορούσαν τώρα, τελείως ανέλπιστα, να εμφανίσουν τον εξαναγκασμό σε παράδοση ενός ουδέτερου στρατεύματος -και μάλιστα με φιλικώς προς τη Γερμανία προσκείμενη ηγεσία- ως γενναιόδωρη παραχώρηση «προστασίας» και «φιλοξενίας». Ο Λούντεντορφ- παρά την εκφρασμένη αντίθετη επιθυμία του Χατζόπουλου- έδωσε διαταγή για επίσημη παλλαϊκή υποδοχή. «Οι Έλληνες δεν θα πρέπει να έχουν την αίσθηση ότι είναι αιχμάλωτοι», έγραφε σε αναφορά του, «προκειμένου να διαδοθεί στην Ελλάδα κατανόηση και συμπάθεια για τη γερμανική υπόθεση». [10] Εντούτοις, στην πραγματικότητα, η εκεί παραμονή των Ελλήνων δεν έπαυσε να αποτελεί ένα είδος ιδιότυπης αιχμαλωσίας, καθώς σε κανέναν και για οποιονδήποτε λόγο δεν επετράπη να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος καθ΄όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Η τύχη το έφερε η ακούσια άφιξη χιλιάδων στρατευμένων να είναι η πρώτη στην ιστορία μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών επί γερμανικού εδάφους. Με γνήσιο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν τη χαρμόσυνη είδηση οι ισχυροί τότε κύκλοι των φιλελλήνων. «Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος»[11], διαπίστωνε ο γνωστός τότε καθηγητής Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός -βραχύβιου έστω- κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Μεταξύ άλλων έκανε την εμφάνισή της και η πρώτη ημιεπίσημη οδηγία - με τον ενδεικτικό τίτλο «Εμπρός για τη Ελλάδα»- υπέρ του ανύπαρκτου τότε ελληνικού τουρισμού![12] Κατακλύστηκε τότε η μικρή πόλη της Σιλεσίας από κορυφαίους καθηγητές, ελληνομαθείς διπλωμάτες και εμπόρους, που κατέφθαναν από όλα τα μήκη και πλάτη της Γερμανίας με ποικίλα κίνητρα και αποστολές[13]. Μοναδική ήταν η ευκαιρία για τη διενέργεια ερευνών σε ελληνικού ενδιαφέροντος αντικείμενα, καθώς για πρώτη φορά υπήρχε άφθονο έμψυχο υλικό, προερχόμενο από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από όλον τον τότε ελληνικό κόσμο, συγκεντρωμένο και πρόθυμο στην υπηρεσία των αναπτυσσόμενων την εποχή εκείνη νεοελληνικών σπουδών. Έτσι -εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου- στο ελληνικό στρατόπεδο πραγματοποιήθηκαν μελέτες, διατριβές και μοναδικές ηχογραφήσεις μουσικής και διαλέκτων, που μόλις σήμερα βγαίνουν σταδιακά στο φως προκαλώντας επιστημονικό και ευρύτερο ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών και η πρώτη εγγραφή ρεμπέτικου με συνοδεία μπουζουκιού παγκοσμίως[14].
Αξιόλογη και μακροχρόνια επίδραση είχαν τα μαθήματα γερμανικών για άξιωματικούς και για 700 εγγράμματους στρατιώτες, συγκροτημένα συστηματικά και με υψηλότατο επίπεδο διδασκαλίας, όπου συμμετείχε η αφρόκρεμα των νεοελληνιστών καθηγητών[15].΄Ενας από αυτούς, ο αρχαιολόγος Γιάκομπσταλ, σε περιοδεία του ανά την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 20, έψαχνε παντού για «Γκορλιτσιώτες», όπως ονομάζονταν τότε οι επανακάμψαντες, προκειμένου να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τους «πλούσιους καρπούς», που είχε αποδώσει η μακρόχρονη παραμονή του Σώματος και κυρίως το σχολείο γερμανικών στις αμοιβαίες σχέσεις. Βεβαίως, η επίσημα προβαλλόμενη εικόνα της Ελλάδας ήταν πάντα εξαιρετικά μονόπλευρη και επιλεκτική: Οι «φίλοι» μας κωνσταντινικοί από τη μιά, και οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι «ραδιούργοι βενιζελικοί» από την άλλη. Εικόνα που επρόκειτο να διατηρηθεί αμετάβλητη επί πολλές δεκαετίες, μέχρι τη γερμανική κατοχή[16]. Το ξεχασμένο μέχρι πρόσφατα επεισόδιο του Γκαίρλιτς επηρέασε και διαμόρφωσε την εικόνα πολλών Ελλήνων για τη γερμανική κοινωνία της εποχής. Σ' αυτό συνέβαλαν και οι λιγοστοί μεν αλλά εξαιρετικά φιλόδοξοι νεαροί Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που βρέθηκαν τυχαία -ως απλοί στρατιώτες ή αξιωματικοί- στο απομονωμένο στρατόπεδο. Διάσημοι πολλοί από αυτούς αργότερα - όπως ο σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου Βασίλης Ρώτας- έδωσαν εκεί τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους, δεχόμενοι ταυτόχρονα πολλαπλές επιρροές και επιδράσεις στη μετέπειτα πορεία τους[17]. Σημείο αναφοράς και χώρος συνάντησης: η μικρή ελληνική καθημερινή εφημερίδα («Τα Νέα του Görlitz» αρχικά, τα «Ελληνικά Φύλλα» στη συνέχεια)[18]. Κυρίως το πρώτο διάστημα, προτού η εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα και το βάθεμα του διχασμού βάλει φρένο στη δημιουργική προσπάθεια.
Αμέτρητα
ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς. Δύσκολη και αντιφατική
ωστόσο η σχέση με τους απλούς ανθρώπους του Γκαίρλιτς, καθώς δύο κόσμοι
ξένοι μεταξύ τους και τόσο διαφορετικοί, προσέγγιζαν για πρώτη φορά ο
ένας τον άλλο υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η παρουσία χιλιάδων νέων
ανθρώπων σε μια πόλη των 90 χιλιάδων κατοίκων γινόταν ιδιαιτέρως αισθητή
και της έδινε ασυνήθιστη ζωντάνια. Ωστόσο τα πράγματα πίσω από τη
βιτρίνα δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακά. Ο χειμώνας του 1916-1917 ήταν ο
δριμύτερος των τελευταίων δεκαετιών, ενώ το φάσμα των στερήσεων και της
πείνας θα κατατρέχει τους Έλληνες στρατιώτες καθ´όλη τη διάρκεια της
παραμονής τους. Το πολικό ψύχος (έως -22°) σε συνδυασμό με την
ελλιπέστατη, μονόπλευρη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή,
προκάλεσε ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους. Έτσι, παρά το ειρηνικό
περιβάλλον, η μηνιγγίτιδα, η ισπανική γρίπη και κυρίως η φυματίωση,
θέρισαν κυριολεκτικά τους εξασθενημένους άνδρες. 400 περίπου άφησαν εκεί
την τελευταία τους πνοή, ενώ μετά το τέλος του πολέμου 150 βαρέως
ασθενούντες, με ειδικά εξοπλισμένο ατμόπλοιο, επέστρεψαν στην πατρίδα
ετοιμοθάνατοι. Μεγάλη ήταν εξάλλου η δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού,
που έβλεπε με ανησυχία τους αξιωματικούς με τους μισθούς που
εξακολουθούσαν να εισπράττουν να αδειάζουν τα καταστήματα από το λιγοστό
εμπόρευμα, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη. Αλλά και το βραδινό
«σουλατσάρισμα» στους δρόμους, πριν από τις αθρόες αποστολές εργασίας,
δεν δημιουργούσε πάντα φιλικά συναισθήματα. Το γεγονός όμως που
δημιούργησε τις μεγαλύτερες συγκρούσεις και αντιζηλίες ήταν η
εντυπωσιακή επιτυχία των Ελλήνων στον γυναικείο πληθυσμό. Σε καιρούς
λειψανδρίας το αυξημένο ενδιαφέρον των γυναικών προς τους «εξωτικούς»
τότε και ηλιοκαμένους νέους του νότου, εκδηλωνόταν ποικιλοτρόπως.Το
ζήτημα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γινόταν λόγος ακόμα και για
αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό των Γερμανών στρατιωτών στο μέτωπο.
Τίποτε δεν μπόρεσε ωστόσο να ανακόψει τη φυσιολογική πορεία των
πραγμάτων. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των αρραβώνων και γάμων και
εκατοντάδες οι γυναίκες του Γκαίρλιτς, που όταν ήρθε η ώρα της
επιστροφής, ήταν έτοιμες και αποφασισμένες να ζήσουν τον ελληνικό τους
«μύθο». Οι δυσκολίες όμως που συνάντησαν στη γεμάτη μίσος εποχή στην
πάμφτωχη τότε και αλληλοσπαρασσόμενη Ελλάδα ήταν ανυπέρβλητες. Οι
περισσότερες γύρισαν πίσω αποκαρδιωμένες[19].
Ο Εθνικός Διχασμός στη Γερμανία
Με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την εγκατάστασή του στην Ελβετία (Ιούνιος του 1917) και την ταυτόχρονη επανάκαμψη του Βενιζέλου στην Αθήνα, η εποχή του σύντομου ελληνο-γερμανικού «μήνα του μέλιτος» παρήλθε οριστικά. Η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αλλά και η ύπαρξη ισχυρής μερίδας βενιζελικών στο Γκαίρλιτς, που άρχισαν πλέον να εκδηλώνονται, άλλαξαν άρδην τα δεδομένα και μετέτρεψαν την υπόθεση του «εχθρικού» πλέον στρατοπέδου σε διαρκή πονοκέφαλο για τους Γερμανούς ιθύνοντες. Οι διαμάχες και συγκρούσεις βενιζελικών-κωνσταντινικών αξιωματικών στο ελληνικό στρατόπεδο κορυφώθηκαν, ενώ οι έως τότε επαρχιακοί στρατώνες μεταβλήθηκαν σε πανευρωπαϊκής εμβέλειας κέντρο συνωμοσιών του εξόριστου βασιλικού περιβάλλοντος, που αδημονούσε για δράση. Μετά όμως την παταγώδη -και εν μέρει αιματηρή[20]- αποτυχία των βασιλικών σχεδίων, οι Γερμανοί ιθύνοντες απαίτησαν πλέον, προκειμένου να μην προβούν σε «κανονική» αιχμαλώτιση του Σώματος, την προσφορά παραγωγικής εργασίας, αλλά και εγγυήσεις για την πάταξη κάθε εχθρικής φιλοβενιζελικής δράσης.[21] Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν: 36 Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν με την κατηγορία του «βενιζελικού προπαγανδιστή» σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Βερλ της Βεστφαλίας (Ιανουάριος 1918), ενώ 5.000 στρατιώτες, ενταγμένοι σε πολυάριθμες εργατικές αποστολές, διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προσφέροντας έναντι αμοιβής την εργατική τους δύναμη στην πολεμική κυρίως βιομηχανία μέχρι το τέλος του πολέμου. Ήταν, μπορούμε να πούμε, οι πρώτοι «Γκάσταρμπαιτερ» («φιλοξενούμενοι εργάτες»), που έγιναν δεκτοί με ασύγκριτα φιλικότερη διάθεση από ό,τι πενήντα χρόνια αργότερα οι συμπατριώτες τους στη δεκαετία του 60 και του 70.
Στα παράδοξα του Γκαίρλιτς ανήκει και η αθρόα συμμετοχή των Ελλήνων στρατιωτών στη γερμανική επανάσταση των σπαρτακιστών μετά τη γερμανική ήττα (Νοέμβριος του 1918), υπό την ηγεσία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ. Η έντονη δυσαρέσκεια με φόντο τις στερήσεις, η πολλές φορές ωμή συμπεριφορά των βαθμοφόρων, αλλά κυρίως ο διακαής πόθος των στρατιωτών -πολλοί από αυτούς υπηρετούσαν ήδη θητεία τεσσάρων ή πέντε ετών - για άμεση επιστροφή στην πατρίδα, τους οδήγησε σε ρήξη με τους βασιλόφρονες κυρίως αξιωματικούς, που επεδίωκαν την αναβολή της επιστροφής μέχρι τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Μέσα στο διάχυτα ανατρεπτικό κλίμα, καθαίρεσαν τον διοικητή τους και, σύμφωνα με τα επαναστατικά πρότυπα της εποχής, εξέλεξαν στρατιωτικά συμβούλια («ελληνικά σοβιέτ του Γκαίρλιτς»[22] θα ονομαστούν αργότερα στην Ελλάδα), με κορυφαίο αίτημα την άμεση παλιννόστηση. Γεγονότα πρωτοφανή στα ελληνικά στρατιωτικά χρονικά, «φωτεινό παράδειγμα για τους φαντάρους, τους ναύτες και τους εργαζόμενους όλης της χώρας», θα γράψει ο Ριζοσπάστης 14 χρόνια αργότερα. Αλλά και γεγονότα, που μετά τη ρήξη με τις γερμανικές αρχές θα έχουν θλιβερή κατάληξη-υπήρξαν πέντε τουλάχιστον νεκροί από γερμανικές σφαίρες- οδηγώντας τον κύριο όγκο των ανδρών σε άτακτη και περιπετειώδη φυγή. Χιλιάδες άνδρες θα εγκαταλείψουν τους στρατώνες και τους τόπους εργασίας, πασχίζοντας να διαφύγουν με κάθε μέσο, ακόμη και με τα πόδια, ατομικά πια ο καθένας ή σε μικρές ομάδες, προς τα πλησιέστερα σύνορα και από εκεί με οποιονδήποτε τρόπο προς την Ελλάδα. [23]
Μετά την παλιννόστηση
Αλλά η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος δεν σταμάτησε εκεί. Μετά την πολυπόθητη παλιννόστηση, την εποχή εκείνη του μίσους και των πολιτικών παθών, βαρύς θα πέσει ο πέλεκυς των διώξεων επί δικαίων και αδίκων, οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής Εκστρατείας[24]. Ενώ στην αρχή εκδηλώθηκε έμπρακτα κυβερνητικό ενδιαφέρον και φροντίδα για τον ομαλό επαναπατρισμό, δεν έλειψε ακόμα και κάποια προσπάθεια διαφοροποίησης στον καταμερισμό των ευθυνών, σύντομα η εμπάθεια θα κυριαρχήσει και πάλι και η «υπόθεση Γκαίρλιτς» θα αποκτήσει -με τη συνδρομή και των ίδιων των παλιννοστούντων- μυθολογικές διαστάσεις, αποτυπώνοντας όσο λίγες άλλες τις εντάσεις του Εθνικού Διχασμού. Αθρόες αποστρατείες άμα τη αφίξει, εκ νέου εγκλεισμός όλων των ανδρών σε ειδικό στρατόπεδο στην Κρήτη, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, εξορίες και αποτάξεις για τον κύριο όγκο των αξωματικών, ακόμα και οκτώ θανατικές καταδίκες, καθώς πολλοί κατηγορήθηκαν ως ριψάσπιδες[25].
Παρά τις κατά καιρούς δικαιώσεις, αποκαταστάσεις και επανακαταδίκες -αναλόγως των πολιτικών εξελίξεων- ο μύθος του Γκαίρλιτς ως συνώνυμο προδοσίας, απεδείχθη μακροβιότατος, μειώνοντας ηθικά χιλιάδες ανθρώπους. «Στους άνδρες του Γκαίρλιτς και ακόμα και στους απογόνους τους», αναφέρει ο καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ, «ήταν πάντα έκδηλος ο καημός της ηθικής αποκατάστασης σχετικά με την άδικη κατηγορία της προδοσίας»[26]. Στις πραγματικές του διαστάσεις θα θέσει το θέμα, δέκα χρόνια μετά τα συμβάντα, ένας από τους φυλακισμένους στο Βερλ βενιζελικούς αξιωματικούς και κατοπινός στρατηγός και βουλευτής των Φιλελευθέρων ο Δημοσθένης Φλωριάς. Απαντώντας σε ανώνυμη επιστολή, που τον κατηγορούσε ότι προτίμησε τότε (το 1916) την αιχμαλωσία στη Γερμανία παρά τη διαφυγή στη Θεσσαλονίκη, σημείωνε: «Ευχαριστώ [τον ανώνυμο επιστολογράφο] για το όψιμο ενδιαφέρον του υπέρ του κινήματος της Θεσσαλονίκης...Οφείλει όμως να γνωρίζη ότι το Σώμα παρεδόθη και έπειτα εις το Βελιγράδι [καθ' οδόν προς το Γκαίρλιτς], εκεί δια πρώτην φοράν, εμάθαμεν ότι εξερράγη το Κίνημα...Δυνάμεθα αβιάστως να είπομεν ότι το εν Καβάλα Δ΄ΣΣ, άξιον πολύ καλυτέρας τύχης, υπήρξε και τούτο θύμα της ατασθαλίας των τότε κυβερνόντων την χώραν, όπως έπεσαν θύματα και οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας απάσης».[27]
Ο Γεράσιμος Αλεξάτος είναι Διπλωματούχος Μηχανικός και συγγραφέας. Το σύντομο ιστορικό βασίζεται στο βιβλίο του Γεράσιμου Αλεξάτου Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919, Β΄ εμπλουτισμένη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2015, Εκδόσεις Κυριακίδη.
Παραπομπές
[1]Politisches Archiv Auswärtiges Amt (PAAA), φάκελος R22197, 14.8.1916.
[2]PAAA, φάκελος R22201, Aναφορά περί της αναχωρήσεως των ελληνικών στρατευμάτων από την Καβάλα...(αναφορά Χατζόπουλου), σ. 1. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, σσ. 323-325.
[3]PAAA, φάκελος R22201, 7.9.1916, 8.9.1916
[4]Ό.π., 8.9.1916.
[5]ΓΕΣ/ΔΙΣ, φάκελος 380/Δ/3, Πρωτόκολλον συνταχθέν εν Καβάλα 28.8/10.9.1916.
[6]ΓΕΣ/ΔΙΣ, Υπόμνημα υπολ. πυροβολικού Βακά Δημητρίου επί των γεγονότων παραδόσεως της Καβάλας και λοιπής Ανατολικής Μακεδονίας εις Γερμανοβουλγάρους, σ. 33. PAAA, R22201, Αναφορά Χατζόπουλου, σσ. 10-11. Κυρομάνος, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, σσ. 306-311. Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα 1931, σσ. 191-195. Στρατηγού Παγκάλου, Απομνημονεύματα, τ. Β´, 1959, σσ. 114-115.
[7]PAAA, R22201, 8.9.1916.
[8]. Leon George, Greece and the Great Powers, σ. 400. Chr. Theodoulou, Greece and the Entente, σ. 300.
[9] Όπως αναγράφεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ, τ. ΙΕ΄, σ. 82), ο ελληνικός πληθυσμός της Αν. Μακεδονίας διώχθηκε συστηματικά, προκειμένου να επιτευχθεί ο εκβουλγαρισμός της περιοχής. Ας αναφερθεί ότι από τους 36.000 άνδρες κάθε ηλικίας που εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία, μόνο 17.000 κατάφεραν να επιζήσουν. Τέλη του 1918, όταν ο πόλεμος τελείωσε, επανήλθαν, πραγματικά ράκη, στις εστίες τους.
[10]PAAA, R22201, 22.9.1916.
[11]August Heisenberg, Neugriechenland, Leipzig 1919, σ. 3.
[12] Άρθρο με τίτλο "Nach Griechenland" στην παγγερμανικής εμβέλειας εφημερίδα Vossische Zeitung, 22.9.1916.
[13]Εκτός από τους καθηγητές Χάιζενμπεργκ και Γιάκομπσταλ στο Γκαίρλις εγκαταστάθηκαν τότε ο αρχαιολόγος Κοχ, ο βυζαντινολόγος Ζόυτερ, ο Θεολόγος Βάινελ, ο ζωγράφος Σναϊντερφράνκεν και πολλοί άλλοι.
[14]Daniela Kratz, Griechen in Görlitz 1916-1919. Studien zu akustischen Aufnahmen des Lautarchivs der Humboldt-Universität Berlin, διπλωματική εργασία, 8.3.2005. Bayerische Akademie der Wissenschaften (BΑdW), VII 466, φύλλο 4, συμφωνία μεταξύ Ακαδημιών Επιστημών Μονάχου και Βερολίνου.
[15]PAAA, φάκελος 72678, φύλλο 5, Kommandatur Görlitz, Griechen-Unterkunft, 30 Ιουνίου 1917.
[16]Hagen Fleischer, "Post Bellum, Das deutsche Venizelos-Bild nach dem 1. Weltkrieg" στο Gunnar Hering (εκδ.), Dimensionen griechischer Literatur und Geschichte, Φρανκφούρτη 2003, σσ. 210-211.
[17]Εκτός από τον Ρώτα μεταξύ των «αιχμαλώτων-φιλοξενουμένων» βρέθηκαν ο επίσης ποιητής και άνθρωπος του Θεάτρου Λέων Κουκούλας, ο αργότερα δημοφιλής ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο διάσημος στην Ιταλία ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης και άλλοι. Κατάλογος: Münchener Kunstausstellung, 1918, Kgl. Glaspalast, σ. 55.
[18]Στην έκδοση των εφημερίδων, αλλά και των φιλολογικού περιεχομένου Ημερολογίων και του δεκαπενθήμερου περιοδικού Εικονογραφημένη, καθοριστική ήταν η συμβολή του Λέοντα Κουκούλα, ο οποίος διεύρυνε εκεί σημαντικά τους μεταφραστικούς του ορίζοντες, εκδίδοντας και το πρώτο του δοκίμιο (Γράμματα από τη Γερμανία). Αλέξης Ζήρας (εισαγ.-επιμ.), Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι, Αθήνα 1999, σσ. 114-121.
[19]Beck Chr. (εκδ.), "Die schönen Griechen von Görlitz", στο Die Frau und die Kriegsgefangenen, Νυρεμβέργη 1919, τ. Β΄, σσ. 67-75.
[20] Τον Φεβρουάριο του 1918 απεστάλησαν μυστικά στην Ελλάδα δύο ζεύγη έμπιστων και προσεκτικά επιλεγμένων -από απεσταλμένο της Ελβετίας- αξιωματικών του Γκαίρλιτς, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο με γερμανικό υποβρύχιο. Αποστολή τους ήταν η μεταφορά οδηγιών του εξόριστου Κωνσταντίνου σε ανθρώπους του στο εσωτερικό και η συλλογή πληροφοριών. Η επιχείρηση όμως έληξε σύντομα και άδοξα. Το πρώτο ζεύγος συνελήφθη γρήγορα, καταδικάστηκε σε θάνατο επί κατασκοπία και εκτελέστηκε, ενώ οι άλλοι δύο κρύβονταν διαρκώς μέχρι τον Νοέμβριο του 1920. PΑΑΑ, R22198, 10.9.1917. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Η δόξα και ο διχασμός, 31992, σ. 706-724.
[21]Bundesarchiv Berlin Berlin-Zehlendorf (BArch), R901/86713, Αναφορά Γκρότε προς τους προϊσταμένους του, 2.7.1917.
[22]Έθνος, 17/30.12.1918.
[23]Ratsarchiv Görlitz (RatArch), Akten des Arbeiter- und Soldatenrates der Stadt Görlitz betr. 4. griechisches Armeekorps, nach Wenzel: S. 74 (Nr. 334), Rep. III, S. 219, Nr. 14, από αρ. φύλλου 1 (12.11.1918) έως αρ. 226 (10.12.1918). A. Stinas, Mémoires. Un révolutionaire dans la Grèce du XX. Siècle, Montreuil 1990, σ. 37. Εφημερίδα Ελληνικά Φύλλα, αρ. 241, 13.11.1918. Εφημερίδα Vorwärts, 20.11.1918.
[24] Όπως αναφέρει ο τότε ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου και διοικητής της μεραρχίας Σμύρνης στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν στα Απομνημονεύματά του (Αθήνα 1948, σσ. 267-268), μόλις πληροφορήθηκε ότι οι επανελθόντες αξιωματικοί του Γκαίρλιτς «εκρατούντο εις ένα ξερόνησον (στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας) υποφέροντες παντοειδείς στερήσεις», ζήτησε αμέσως να τους εντάξει στη μεραρχία του.΄Ομως δεν εισακούστηκε. Δέχθηκε μάλιστα παρατηρήσεις, επειδή είχε προβιβάσει «μερικούς οπλίτας, έχοντας τα νενομισμένα προσόντα, και οι οποίοι ανήκον εις το σώμα του Γκαίρλιτς. Ως εκεί έφθανε η εμπάθεια».
[25] Η δίκη των αξιωματικών του Γκαίρλιτς διήρκεσε οχτώ εβδομάδες (9/22.5 έως 30.6/13.7.1920) και έληξε με οχτώ θανατικές καταδίκες, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν εν όψει των επερχόμενων εκλογών του 1920. Βλ. καθημερινά δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής.
[26]Χάγκεν Φλάισερ, αδημοσίευτη εισήγηση στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθήνας, 2/10/2006.
[27]Εφημερίδα Μακεδονία, 28 Νοεμβρίου 1927.