el-Θεατρικό έργο: ο Μακρυγιάννης πήρε το όπλο του.
Με βάση μια αληθινή ιστορία που έγινε μετά την απελευθέρωση του 1821, στοιχεία μυθοπλασίας και πρόσωπα υπαρκτά γράφτηκε αυτή η θεατρική ιστορία και ανέβηκε ως θεατρική παράσταση στην επετειακή εκδήλωση των 50 χρόνων από την ίδρυση του συλλόγου Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός Στουτγάρδης Α.Σ. το Φεβρουάριο του 2019.
Σενάριο σκηνοθεσία αποκλειστικά της ελληνορθόδοξης κοινότητας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε όλο το θεατρικό καθώς και να το κατεβάσετε σε μορφή αρχείου .doc.
Ο Μακρυγιάννης πήρε το όπλο του!
1η Σκηνή
Στο καφενείο κάθεται ο Μακρυγιάννης, πίνει τον καφέ του και στρίβει το μουστάκι του.
Δύο κυρίες των Αθηνών περνάνε μπροστά από την Ακρόπολη κρατώντας ομπρέλες για τον ήλιο και βλέπουν τον Μακρυγιάννη.
1η.κυρία: λέει με τσαχπινιά:
- Δες, δες φιλενάδα, ο στρατηγός...ο στρατηγός Μακρυγιάννης πίνει τον καφέ του.
2η.κυρία. Πω ..Πω τι άντρακλας! Λεβέντης με την μουστάκα του!
1η. Ναι, Παλληκάρι ,πολεμιστής από τους λίγους και ήρωας της επανάστασης.
2η.Ξέρω ,ξέρω ..είναι αυτός που τσάκισε τον Δράμαλη στα Δερβενάκια...με ύφος που λέει ότι τα ξέρει..
1η. Τι λες καλέ αμόρφωτη! Ο Κολοκοτρώνης τσάκισε τον Δράμαλη, ο Μακρυγιάννης με τον Υψηλάντη νίκησαν τον Μπραΐμη στους Μύλους της Λέρνης και έσωσαν το Ναύπλιο και την Επανάσταση!
2η. Καλέ δίκιο έχεις! Πώς μπερδεύτηκα έτσι!,,, αλλά πάμε γρήγορα γιατί αργήσαμε και θα μας περιμένουν σπίτι.
και μετά περνούν τρεις περαστικοί..............
Ο Μακρυγιάννης φωνάζει κτυπώντας τα χέρια του:
Μακρυγιάννης: Έναν καφέ στη χόβολη, Διαμαντή!
Διαμαντής: Αμέσως, στρατηγέ! Ο καφές σου με τρεις φουσκάλες, όπως πάντα.
Μακρυγιάννης: .Διαμαντή, πόσο σπουδαίο είναι να πίνεις το καφέ σου ελεύθερος κάτω από την Ακρόπολη! Γι' αυτήν την ελευθερία δώσαν τη ζωή τους χιλιάδες παλληκάρια και πολλοί φιλέλληνες, ξένοι. Επιτέλους, λοιπόν, έστω ένα μικρό κομμάτι της Ρωμιοσύνης ελεύθερο. Περιμένουν ακόμα τα αδέλφια μας στη Μακεδονία!
Διαμαντής: Και τώρα που γίναμε κράτος μαλώνουμε σα τα κοκόρια.
Εκείνη την ώρα φεύγει ο Διαμαντής και έρχονται τρεις έλληνες περαστικοί που μαλώνουν για τα κόμματα.
1ος. Με την Γαλλία είμαστε ορέ πατριώτες
2ος. Με την Αγγλία καλύτερα, γιατί οι άγγλοι φιλέλληνες πολέμησαν στον αγώνα
3ος.Με τους Ρούσους είμαστε,ο τσάρος θα στείλει βοήθεια.
1ος.Μα οι Γάλλοι μας βοήθησαν να διώξουμε τον Ιμπραήμ
2ος.Οχι .... η Αγγλία θα μας βοηθήσει τώρα που γίναμε κράτος
3ος. Για καθίστε καλά ...η Ρωσία είναι ομόθρησκοί μας και αυτή θα αναλάβει τώρα την προστασία μας.
Δυνατά τώρα και χτυπάμε τα πόδια ή τα ντουφέκια
3ος. Η Ρωσία είναι το ξανθό γένος, για το οποίο μιλάν οι προφητείες!
2ος. Λάθος κάνεις , οι Άγγλοι είναι βόρειος λαός και κατάξανθοι!
1ος.Εεε.., παλληκάρια και οι Γάλλοι, όταν γεννιούνται, ξανθοί είναι!
Τότε επεμβαίνει ο Μακρυγιάννης, σηκώνεται τους αγκαλιάζει και τους λέει:
Μακρυγιάννης: Αδέρφια Έλληνες, αφήστε κατά μέρος τις διχόνοιες, αρκετά πάθαμε στον αγώνα από αυτό το κακό. Ας σταματήσουμε να αναζητούμε σωτήρες για την πατρίδα μας. Την πατρίδα την απελευθερώσαμε μόνοι, με το αίμα μας και επιτέλους να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις και μετά στις προστάτιδες δυνάμεις.
Ο 1ος: Έχεις δίκιο πατριώτη ,αλλά είμαστε αδύναμοι, ποιος θα μας προστατέψει;
Ο 2ος : Χρειαζόμαστε προστάτες!
Ο 3ος: Μακάρι να τα καταφέρναμε μόνοι μας αλλά είμαστε λίγοι και αδύναμοι!!
Μακρυγιάννης : Ορέ,μπορεί να είμαστε ολίγοι και αδύναμοι, είναι όμως δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει! Και «ει ο Θεός μεθ΄ημών, ουδείς καθ' ημών». Άιντε ορέ αδέλφια! Πηγαίνετε και μη φοβάστε! Έχετε την ελπίδα στην Παναγιά!
Φεύγουν και οι τρεις και μετά ξανακάθεται ο Μακρυγιάννης και κλείνει η σκηνή.
2η σκηνή
Ο Μακρυγιάννης πίνει τον καφέ του ρουφώντας τον. Έρχεται μια γυναίκα αναστατωμένη,
πλησιάζει τον Μακρυγιάννη, φαίνεται να τον γνωρίζει! Είναι η Μαντώ Μαυρογένους
Μαντώ Μαυρογένους: Καλημέρα, Μακρυγιάννη!
Μακρυγιάννης . Καλώς τη Μαντώ! Πώς από τα μέρη μας;
Μαντώ.. Αναστατωμένη ..Τι να σου πω Μακρυγιάννη ,δώσαμε το βιος μας ,την ψυχή μας όλο μας το είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα και τώρα ζητιανεύουμε στους Μπαβαρούς για να μας λυπηθούνε.
Μακρυγιάννης ..Γιατί τα λες όλα αυτά, ορέ Μαντώ;
Μαντώ: Να, ο κυβερνήτης, ο μακαρίτης ο Καποδίστριας, μου έδωσε μια μικρή τιμητική σύνταξη για αυτά που πρόσφερα στον αγώνα ,και οι Βαυαροί μου την κόψανε. Και πήγα στον Όθωνα να του ζητήσω εξηγήσεις. Ξέρεις τι μου είπαν οι αθεόφοβοι οι αντιβασιλείς σύμβουλοι του.
Μακρυγιάννης .. Τι ορέ Μαντώ;
Μαντώ:.. Έμαθαν λέει πως έχω μια βάρκα και ψάρευα ,άρα μπορώ να εργαστώ και έτσι μου την κόψανε τη σύνταξη ......που να πάρει ....τρεις δραχμές ήταν.....
Μακρυγιάννης: και τώρα;...
Μαντώ.. Μου είπαν να την πουλήσω αν θέλω να ξαναπάρω τη σύνταξη αλλά πρώτα αφού ξοδέψω τα χρήματα που θα πάρω.
Μακρυγιάννης.. και συ τι τους απάντησες..
Μαντώ.. Εμείς οι Έλληνες τους είπα, βασιλιά μου, είμαστε περήφανος και εργατικός λαός ,αν λοιπόν μου κόβετε αυτά τα λίγα που μου έδωσε ο κυβερνήτης μας ο Καποδίστριας και ανάθεμα σε αυτούς που τον έφαγαν, θα πιάσω τον αργαλειό μου και τα δίχτυα και θα ξεκινήσω από την αρχή και όπου με βγάλει ...αλλά εσάς δεν σας παρακαλάω ...αυτά τους είπα τα βρόντηξα και έφυγα ..και τώρα τρέχω να προλάβω το καΐκι για να γυρίσω πίσω στο νησί μου.
Αυτά! γεια σου Μακρυγιάννη! και φεύγει .........ο Μακρυγιάννης συνεχίζει να πίνει τον καφέ του μέχρι που πλησιάζει ένας Βοσκός με το ταγάρι του.
(Πλησιάζει προσεκτικά κρατώντας το ταγάρι του με ασφάλεια)
(Βοσκός): (Μόλις φτάνει κοντά στον Μακρυγιάννη, του λέει)
Βοσκός: Ε' πατριώτη, ντόπιος είσαι ? Μήπως είδες κάτι ευρωπαίους να τριγυρνούν εδώ γύρω?
Μακρυγιάννης: Εδώ παρακάτω μένουν οι φιλέλληνες γάλλοι, και παρακάτω Άγγλοι. Πολέμησαν στην επανάσταση και τώρα μένουν εδώ, κάνανε φαμίλιες, φοράνε και τις φουστανέλες μας.
(Βοσκός): (κουνάει το χέρι του, πάνω κάτω)
Βοσκός : Όχι! Όχι! Σκούζει. Τους άλλους , αυτούς με τα κουστούμια και τα ψιλά καπέλα.
Μακρυγιάννης : Εννοείς αυτούς τους ευρωπαίους που από τότε που απελευθερώσαμε τη πατρίδα τριγυρίζουν από τόπο σε τόπο σαν τσακάλια, ψάχνοντας για αρχαία, ώστε να πλουτίσουν εύκολα σε βάρος της καημένης μας πατρίδας;
Βοσκός: Αρχαία; Τι αρχαία; ( και σφίγγει το ταγάρι του)
Μακρυγιάννης: Να, αρχαία, πέτρες, αγάλματα, οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς, από την εποχή του Ομήρου ως τα βυζαντινά χρόνια.
Βοσκός: Σφίγγει το ταγάρι πιο πολύ.
Μακρυγιάννης: Αλλά εσύ φαίνεσαι χωριάτης, τι γυρεύεις στην πρωτεύουσα;
Βοσκός: Τίποτα ... τίποτα, να βρήκα ένα αρχαίο αγαλματίδιο στο χωράφι και ο μπάρμπας μου, μού είπε να κατέβω στην Αθήνα. Κάτω από την Ακρόπολη κυκλοφορούν αρκετοί, Έλληνες και ξένοι, πρόθυμοι να πληρώσουν πολλά τάλαρα για κάθε τι αρχαίο. Ε...για το δικό μου δεν θα πάρω 500 τάλαρα τουλάχιστον;
Μακρυγιάννης: Για να δω το αγαλματίδιο που βρήκες! Για να το δω; Μα τι θαυμάσιο που είναι! Φαίνονται ακόμα και οι φλέβες του!
Εκείνη την ώρα εμφανίζονται στο βάθος της σκηνής δύο κλεπταποδόχοι Ευρωπαίοι, καλοντυμένοι και με μουλωχτό ύφος.
Βοσκός: Εεε!! Σεις! Που πάτε ορέ! Για δέστε εδώ πράμα! Σπαρταράει!! (βγάζει το άγαλμα και τους το κουνάει επιδεικτικά) Σε λίγο θ' αρχίσει να σας μιλάει! Πού να βρείτε μωρέ εσείς στην πατρίδα σας τέτοιο άγαλμα! Όταν εμείς είχαμε πολιτισμό, εσείς από τα δέντρα κρεμόσασταν! Όταν εσείς σκαρφαλώνατε στα δέντρα, εμείς τα καίγαμε και χτίζαμε αυθαίρετα. Όταν εσείς ανακαλύψατε το κρέας, εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη. Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια!
Οι Ευρωπαίοι πλησιάζουν επιφυλακτικοί αλλά και εκστασιασμένοι από τη θέα του αγάλματος.
Ο Μακρυγιάννης παρακολουθεί από κοντά
1ος Ευρωπαίος: .Για να δω ......ωω! Φανταστικό!! ωω! Θαυμασιότατο!!
2ος Ευρωπαίος: Πανέμορφο! Wonderful! Belisimo! Wunderbar!Βοσκός. Σιγά μωρέ, σας έπεσαν τα σάλια! Μου δίνετε χίλια τάλαρα και γίνεται δικό σας το αγαλματάκι!
Η έκφραση των Ευρωπαίων αλλάζει και γίνεται κουτοπόνηρη και δόλια
1ος Ευρωπαίος: Δεν αξίζει δεκάρα. Είναι κάλπικο!
2ος Ευρωπαίος: Τέλος πάντων! Ας του δώσουμε πενήντα τάλαρα του ταλαίπωρου!
Ο Μακρυγιάννης πλησιάζει όλο και περισσότερο, γεμάτος θυμό.
Μακρυγιάννης: Δεν ντρέπεστε βρε μασκαράδες, λωποδύτες, αγιογδύτες! Με ψέματα και δολιότητες κοιτάτε να ξεγελάσετε τον βοσκό και να πάρετε κάτι που δε σας ανήκει! Εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε αχάριστοι. Ευγνωμονούμε τους τους φιλάνθρωπους συμπατριώτες σας που μας βοήθησαν να λευτερωθούμε, τους χρωστούμε χάρες! Σε σας όμως, στο συνάφι σας, σε σας τις ανεμοδούρες, σε σας τους διεφθαρμένους, καμμιά χάρη δε χρωστάμε. Χαθείτε από μπροστά μου μη γίνει κανένα κακό!
1ος Ευρωπαίος: (Πονηρά και σιγανά) Κοίτα, θα σου δώσω και σένα 50ταλαρα Μακρυγιάννη!
Ο Μακρυγιάννης γίνεται έξαλος και τραβώντας την πιστόλα του... πυροβολεί στον αέρα.
Μακρυγιάννης:. Φύγετε από μπροστά μου ορέ, μη σας κλαίνε οι μανούλες σας! Ετούτα τα αγάλματα είναι η ψυχή μας! Γι' αυτά επολεμήσαμε! Και δέκα χιλιάδες τάλαρα να μας δώσετε δε θα τα πάρετε!
Οι Ευρωπαίοι φεύγουν με την ουρά στα σκέλια και ο βοσκός έντρομος τρέχει προς τον Μακρυγιάννη.
Βοσκός: Μακρυγιάννη, μόλις έχασα πενήντα τάλαρα! Τι έκανες!
Μακρυγιάννης: Τι πήγες να κάνεις ορέ πατριώτη! Τόσους αγώνες, τόσες θυσίες, τόσα ορφανά και να φτάσουμε στο σημείο να ξεπουλάμε τα ιερά και τα όσιά μας! Θα μας χάσει ο Θεός ορέ πατριώτη, διότι είμαστε ανάξιοι της ελευθερίας που με τόσο κόπο αποκτήσαμε!
Ο βοσκός χαμηλώνει το βλέμμα μετανοημένος
Ο Μακρυγιάννης πάει κοντά του και του λέει με πάθος
Μακρυγιάννης: Έχουμε μπροστά μας αγώνες πατριώτη! Οφείλουμε να ελευθερώσουμε όλη την υπόδουλη Ρωμιοσύνη. Οι Μακεδόνες μας καλούν να λευτερώσουμε τη Μακεδονία μας και τ' αδέλφια μας στη Μικρασία και την Πόλη στενάζουν ακόμα κάτω απ' τον κατακτητή. Εμπρός λοιπόν, αδελφέ, ενωμένοι να εκπληρώσουμε τους πόθους της πατρίδας!
Ζήτω το γένος των Ελλήνων! Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Μακεδονία! Ζήτω η πονεμένη Ρωμιοσύνη!
ΤΕΛΟΣ